- τουρτούρα
- , η, Νζωολ. άλλη κοινή ονομασία τού πουλιού τρυγόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. τουρτουρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουρτούρα — η 1. τρυγόνι. 2. είδος οπλοπολυβόλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουρτουριάρης — α, ικο, Ν αυτός που τουρτουρίζει, που τρέμει από το κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρτούρα / τούρτουρο + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης, κρυουλ ιάρης)] … Dictionary of Greek
τρυγόνα — η το θηλυκό τρυγόνι, η τουρτούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)